- ευλαβικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που σέβεται και το Θεό και τους συνανθρώπους του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ευλαβικός — ή, ό [ευλαβής] αυτός που συμπεριφέρεται ή γίνεται με ευλάβεια. επίρρ... ευλαβικώς και ά ευλαβώς, με τρόπο ευλαβή … Dictionary of Greek
ευλαβητικός — ή, ό (ΑΜ εὐλαβητικός, ή, όν) [ευλαβής] νεοελλ. μσν. ευλαβικός, ευσεβής («για μια ευλαβητικότατη κυρία, οπού αύριο θα κάμει αρτοπλασία», Λασκαρ.) αρχ. προσεκτικός, προφυλακτικός, προνοητικός («ἕξιν εὐλαβητικὴν τῆς ἐν τοῑς συμβαλλομένοις ἀδικίας»,… … Dictionary of Greek
ευλαβούμαι — (ΑΜ εὐλαβοῡμαι, έομαι) [ευλαβής] 1. είμαι διακριτικός, προσέχω να μη βλάψω ή να μην προσβάλω κανέναν («εὐλαβοῡ μὴ φανῇ κακὸς γεγώς», Σοφ.) 2. σέβομαι, τιμώ, εκδηλώνω, ευλάβεια («εὐλαβοῡμαι τὸν δῆμον», Πλούτ.) νεοελλ. μσν. διστάζω από σεβασμό προς … Dictionary of Greek
εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek
κυρά — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ασκήτεψε μαζί με τη Μαράνα. Η μνήμη τους τιμάται στις 28 Φεβρουαρίου. * * * και κερά, η (Μ κυρά και κερά) 1. οικοδέσποινα, αφέντρα («τήν έδιωξε η κυρά της») 2. σύζυγος («πάω στην κυρά μου») 3. γιαγιά, μάμμη 4.… … Dictionary of Greek